Χιλιάδες
διδακτικές ώρες χάνουν καθημερινά οι μαθητές του Γυμνασίου και
Λυκείου-και σε μαθήματα που θα εξεταστούν στις Πανελλαδικές- επειδή
σαράντα ημέρες μετά την έναρξη του διδακτικού έτους , δεν έχουν πάει στα
σχολεία καθηγητές.
Παρά το γεγονός ότι συνολικές προσλήψεις αναπληρωτών στην
Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προσεγγίζουν ήδη τον περσινό
συνολικό αριθμό προσλήψεων, περισσότεροι από 30.000, τα κενά
παραμένουν, κυρίως στην Αττική , Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Δωδεκάνησα.
Ο Ειδικός Γραμματέας της ΟΛΜΕ Ανδρέας Παπαδαντονάκης εκτιμά ότι λείπουν από τα σχολεία περισσότεροι από 1.000 καθηγητές και σε μαθήματα Πανελλαδικών Εξετάσεων και μας εξηγεί γιατί:
- Οι ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό είναι αυξημένες σε σχέση με πέρσι.
- Ειδικά στη Γ ΓΕΛ τα κενά φέτος είναι πολύ περισσότερα σε σχέση με
την περσινή σχολική χρονιά, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας τεσσάρων, αντί
τριών ομάδων προσανατολισμού στη Γ τάξη.
- Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο λόγω του προγράμματος σπουδών που προβλέπει 7ωρες διδασκαλίας στα μαθήματα κατευθύνσεων.
- Ενδεικτικά αναφέρω είναι πάνω από το 20% των συνολικών τμημάτων προσανατολισμού στη Γ ΓΕΛ είναι ολιγομελή.
- Οι συνολικές προσλήψεις αναπληρωτών σε Α/θμια και Β/θμια προσεγγίζουν ήδη τον περσινό συνολικό αριθμό προσλήψεων.
- Σε περιοχές όπως Κρήτη, Δωδεκάνησα αλλά ακόμη και σε σχολεία της
Αττικής και Θεσ/νικης υπάρχουν πολλά κενά ακόμη και σε μαθήματα
προσανατολισμού.
- Πρόσθετα προβλήματα δημιουργεί η απόλυτα δικαιολογημένη πλέον άρνηση
πολλών αναπληρωτών να αναλάβουν υπηρεσία ειδικά σε περιοχές των
Κυκλάδων αλλά και σε νησιωτικές περιοχές της χώρας όπου τα ενοίκια και
το κόστος διαβίωσης κάνουν την μετακίνηση εκεί απαγορευτική.
- Το σημαντικότερο όμως είναι ότι συνεχίζεται η πολιτική της
αδιοριστίας, που υποθηκεύει τις ζωές χιλιάδων αναπληρωτών συναδέλφων,
απαξιώνει την παιδαγωγική μας λειτουργία και υποβαθμίζει την της
ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
- Πρόκειται για μία πολιτική υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης.
- Πολύ περισσότερο όταν οι μόνιμοι διορισμοί θα επιβάρυναν ελάχιστα ή
και καθόλου τον κρατικό προϋπολογισμό, υπεραποδίδοντας όμως οφέλη στη
σταθερότητα του συστήματος και στην γενικότερη εκπαιδευτική λειτουργία.